- τέγξω
- τέγγωwetaor subj act 1st sgτέγγωwetfut ind act 1st sgτέγγωwetaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτυχή — η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πτύξ, πτυχός, Α 1. καθεμιά από τις αναδιπλώσεις επιφάνειας που έχει διπλωθεί ή ζαρώσει, και ιδίως υφάσματος, δίπλα, πτύχωση (α. «οι πτυχές τής κουρτίνας» β. «ῥαγέντων χλανιδίων ὑπὸ πτυχὰς ἔφαινε μηρόν», Χαιρήμ. γ. «δάκρυσι… … Dictionary of Greek
τέγγω — Α 1. υγραίνω, μουσκεύω («τέγγε πλεύμονας οἴνῳ», Αλκ.) 2. υγροποιώ 3. πλένω («ἐν θαλάττῃ τέγγει τοὺς πόδας», Πλάτ.) 4. μτφ. α) προκαλώ τον οίκτο β) κηλιδώνω («οὐ ψεύδεϊ τέγξω λόγον», Πίνδ.) 5. μέσ. τέγγομαι κλαίω, θρηνώ 6. φρ. α) «τέγγω δάκρυα [ή… … Dictionary of Greek